Στοκχάουζεν, Κάρλχαϊντς

Στοκχάουζεν, Κάρλχαϊντς
(Stockhausen). Γερμανός συνθέτης (Άλτενμπεργκ, Κολονία 1928). Αφού γνώρισε στο Παρίσι τους συνθετικούς πειραματισμούς του Μεσιάν, στράφηκε προς τη δωδεκαφωνία και προς τη συγκεκριμένη και ηλεκτρονική μουσική, πάνω απ’ όλα όμως αναζητώντας μια νέα μουσική γλώσσα στη μελέτη, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, της ακουστικής και της φωνητικής. Τραβώντας ως τις ακρότατες συνέπειες της την τεχνική του δωδεκαφθογγισμού, ο Σ. κατάληξε στη σύνθεση μουσικών κομματιών που στηρίζονται σε «δομές», των οποίων η ανάπτυξη μπορεί να αφεθεί στον οίστρο και στο συναίσθημα του ερμηνευτή. Επιβλήθηκε ως διευθυντής ορχήστρας σε διεθνές επίπεδο, τόσο με τις πιο νεανικές του εμπειρίες, που ήταν ακόμα πολύ κοντά’ στην παράδοση της σχολής της Βιέννης (Σένμπεργκ, Μπεργκ, Βέμπερν), όσο και με συνθέσεις της εποχής του μεσοπόλεμου, τελείως αποκομμένες από την παράδοση. Από τα παλιότερα έργα του κυριότερα είναι: Παιχνίδι του σταυρού (1951), Παιχνίδι (1952), Κουαρτέτο για κρουστά (1952). Από τα πιο πρόσφατα, πολλά Κομμάτια για πιάνο, Τραγούδι των νέων, έργο του 1959 για ηλεκτρονικές συσκευές, τις Ομάδες για τρεις ορχήστρες έργο του 1957, εμπνευσμένες από τη στερεοφωνία. Μεταξύ των πολλών έργων που έχει συνθέσει από τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ οργανικού και ηλεκτρονικού ήχου, αναφέρουμε τη Λιτανεία (1967), την Ένταση και Βγάλε τα πέπλα από τον ήλιο (1969).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτρονική μουσική — Μουσική από ηλεκτρικά όργανα με γεννήτριες ήχων και με την παρέμβαση ηλεκτρονικών λυχνιών σε ταλαντούμενα κυκλώματα. Η η.μ. είναι το επιστέγασμα πολλών προσπαθειών για την παραγωγή ήχων από πηγές διαφορετικές από εκείνες των παραδοσιακών οργάνων… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”